ασυναρμολόγητος

ασυναρμολόγητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συναρμολογηθεί, να ταιριάσουν τα μέλη του σωστά
2. (για ιδέες, απόψεις κ.λπ.) αυτός που δεν ενέχει λογικό ειρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συναρμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Στέφανο Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασυναρμολόγητος — η, ο αυτός που δε συναρμολογήθηκε ή δεν μπορεί να συναρμολογηθεί: Η μηχανή είχε μεταφερθεί στο κατάστημα, στεκόταν όμως ασυναρμολόγητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάρθρωτος — η, ο (Α ἀδιάρθρωτος, ον) [διαρθρῶ] 1. αυτός που δεν διαρθρώθηκε, ασυναρμολόγητος, ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, ασύνδετος 2. (για τον λόγο) άναρθρος, συγκεχυμένος νεοελλ. (για έμβρυα) αυτό που δεν απόκτησε ακόμη άρθρα, μέλη τού σώματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… …   Dictionary of Greek

  • εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • αδιάρθρωτος — η, ο ασυναρμολόγητος, ανοργάνωτος: Η μελέτη του είναι καλογραμμένη, αλλά αδιάρθρωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”